- πλυντήριος
- -α, -ο / πλυντήριος, -ον ΝΜΑαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλύση ή ο κατάλληλος για πλύσηνεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το πλυντήριοα) μέρος τού σπιτιού ὁπου γίνεται το πλύσιμο, πλυσταρειόβ) κατάστημα που αναλαμβάνει το πλύσιμο τών ρούχων, καθαριστήριογ) τμήμα εργοστασίου ὁπου γίνεται το πλύσιμο ενός προϊόντος2. φρ. α) «πλυντήριο ρούχων»τεχνολ. ηλεκτρομηχανική διάταξη, προορισμένη για το αυτόματο πλύσιμο τών ρούχωνβ) «πλυντήριο πιάτων»τεχνολ. ηλεκτρική συσκευή κατάλληλη για το πλύσιμο πιάτων, ποτηριών και μαχαιροπίρουνωνγ) μτφ. «πλυντήριο τού βρόμικου χρήματος» — επιχείρηση, ίδρυμα, θεσμός για τη νομιμοποίηση χρημάτων που αποκτήθηκαν με παράνομο τρόπο(μσναρχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ πλυντήριοννερό για πλύσιμοαρχ.(ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πλυντήριαμυστηριακή γιορτή που τελούσαν στην Αθήνα στις 25 τού μήνα Θαργηλιώνος και κατά την οποία γινόταν κάθαρση τού παλιού ξοάνου ή πέπλου τής Αθηνάς, ή, κατ' άλλους, γιορτή προς τιμήν τής Αγραύλου, κόρης τού Κέκροπος, ιέρειας τής Αθηνάς, στης οποίας το ιερό έδιναν οι έφηβοι τον ὁρκο πίστεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. θερμαν-τήριος)].
Dictionary of Greek. 2013.